Αποψη: Ποιοι ωφελούνται από τις δολοφονίες των χρυσαυγιτών;
Του Γιάννη Χρυσοβέργη, δημοσιογράφου (ataktoslogos): Τίποτα δε μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο το πιθανότερο είναι πως δράστες της δολοφονικής επίθεσης στα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο είναι τα μέλη κάποιας οργάνωσης αντάρτικου πόλεων, αριστερής ή αντιεξουσιαστικής, ήδη γνωστής ή νέας. Επίσης, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η επίθεση αυτή έχει δυο κερδισμένους κι έναν μεγάλο χαμένο.
Οι κερδισμένοι είναι η Χρυσή Αυγή, που αποκτά «μάρτυρες», και η κυβέρνηση Σαμαρά, που με την προσφιλή της θεωρία των δυο άκρων θα επωφεληθεί για να προβεί σε νέες προσπάθειες περιστολής δημοκρατικών ελευθεριών.
Ο χαμένος είναι η ελληνική κοινωνία, που οδηγείται στη δίνη ενός νέου τύπου εμφυλίου πολέμου, με σημαντικές ομοιότητες προς αυτόν που έζησε η Ιταλία στη δεκαετία του ’70.
Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, όπως και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο προβοκάτσιας κάποιου παρακρατικού μηχανισμού σε στενή σύνδεση με τη Χρυσή Αυγή. Όμως ακόμα και αν κάτι από αυτά συμβαίνει και, το σημαντικότερο, αποδειχθεί, οι εντυπώσεις μένουν.
Το κέρδος της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ από την επίθεση είναι προφανές. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ξεχνιέται. Αποκτούν δικούς τους «μάρτυρες». Και παύουν πλέον να είναι «εγκληματική οργάνωση». Γίνονται θύματα. Εφεξής οι συμμορίτες τους θα μπορούν να δέρνουν και να σκοτώνουν και να επικαλούνται τη «νόμιμη άμυνα». Και ο ισχυρισμός τους αυτός θα έχει κάποια πέραση.
Το, βραχυπρόθεσμο είναι η αλήθεια, όφελος της κυβέρνησης Σαμαρά είναι επίσης προφανές. Η αγαπημένη της θεωρία των δυο άκρων αποκτά υπόσταση. Πλέον, η οποιαδήποτε κοινωνική αντίδραση μπορεί να βαφτιστεί «τρομοκρατική δραστηριότητα».
Ενδεικτική των κυβερνητικών διαθέσεων είναι η εισβολή, παρουσία εισαγγελέα, ισχυρής αστυνομικής δύναμης στο σπίτι και στο γραφείο του τέως υπουργού και βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Μιχάλη Καρχιμάκη και η κατάσχεση εγγράφων που είχαν χρησιμοποιηθεί για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, σχετικά με τις τηλεφωνικές υποκλοπές της περιόδου 2004-2005, προκειμένου να του απαγγελθούν κατηγορίες για «δημοσιοποίηση απορρήτων κρατικών μυστικών». Το μήνυμα είναι σαφές. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος δεν είναι πλέον στο απυρόβλητο, ακόμα κι πρόκειται για βουλευτές που ανήκουν στο «πολιτικά ορθό τόξο».
Χώρια που, ακριβώς τις ημέρες που επρόκειτο να λάβει τέλος το παραμύθι της «πολιτικής διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές και να ανακοινωθούν τα επόμενα οριζόντια μέτρα, ξαφνικά όλα τα ΜΜΕ – προσοχή, όχι ο κόσμος – θα αρχίσουν να ασχολούνται με άλλα πράγματα.
Πέρα από το τι θα επιθυμούσε ο καθένας μας όμως το πιο πιθανό είναι πως οι δράστες της δολοφονικής επίθεσης στα γραφεία της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ είναι μέλη κάποιας οργάνωσης ανταρτών πόλεων, είτε γνωστής, είτε πρωτοφανέρωτης.
Σε αυτή την περίπτωση η χώρα οδηγείται σε έναν άτυπο εμφύλιο πόλεμο, με πολλές αναλογίες προς αυτόν που έγινε στην Ιταλία στη δεκαετία του ’70. Όπου φασιστικές παρακρατικές ομάδες και ένοπλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, συγκρούονταν μεταξύ τους, με τους κρατικούς μηχανισμούς, ενίοτε δε στοχοποιούσαν ανυποψίαστους πολίτες. Τους τελευταίους στοχοποιούσαν συστηματικά οι ακροδεξιές οργανώσεις, όπως στην έκρηξη στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια με τους 80 νεκρούς και τους 200 τραυματίες το καλοκαίρι του 1980 ή η έκρηξη στο εξπρές Ρώμης – Μονάχου με 12 νεκρούς λίγο καιρό πριν. Αλλά δεν είχαν λείψει και οι «παράπλευρες απώλειες» σε αρκετές επιθέσεις των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
Η εμφάνιση τέτοιου είδους ένοπλων οργανώσεων στο χώρο της Αριστεράς, οι οποίες πιθανότατα θα ξεπεράσουν κατά πολύ σε μαζικότητα τις ολιγάριθμες ομάδες που είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα, θα είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα της οξύτατης οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης που ζει η χώρα.
Σε μικρότερο βαθμό θα είναι αποτέλεσμα συναισθητικής αντίδρασης στη βία των συμμοριών της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.
Αλλά σε σημαντικό βαθμό θα είναι αποτέλεσμα της αναποτελεσματικής πολιτικής στρατηγικής και τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ (για το ΚΚΕ δεν είναι δυνατό να συζητάει κανείς). Ο οποίος αδυνατεί να προσφέρει στην κοινωνία μια πειστική πρόταση αντίστασης στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται από κυβέρνηση, εγχώριο και ξένο μεγάλο κεφάλαιο.
Οι εξεζητημένα, πολλές φορές, υψηλοί τόνοι δεν μπορούν να κρύψουν την αδυναμία εύρεσης του σωστού μείγματος κοινοβουλευτικής και κοινωνικής δράσης που θα προσφέρει στην κοινωνία ελπίδα όραμα και στόχους.
Είναι γεγονός ότι το στοίχημα αυτό δεν είναι εύκολο για κανένα κόμμα, πολύ περισσότερο για ένα κόμμα που πέρασε μέσα σε λιγότερους από έξι μήνες από το 6% σε δημοσκοπική πρόθεση ψήφου στο 26,9% σε πραγματική ψήφο.
Και είναι φυσικό, σε τέτοιες περιπτώσεις,η προσπάθεια διεύρυνσης του πολιτικού ακροατηρίου προς πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας να οδηγεί σε «κάθοδο από το τραίνο» κάποιους που την εκλαμβάνουν ως προδοσία.
Εκείνο που δεν είναι φυσικό αντιθέτως είναι να αφήνεται να εννοηθεί πως η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα έρθει εξ ίσου φυσιολογικά με την πτώση από το δέντρο του ώριμου φρούτου και πως γι αυτό αρκεί να μαϊμουδίζει ο Αλέξης Τσίπρας το στυλ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Εκείνο που δεν είναι φυσικό είναι να μην εκπονείται ένα σχέδιο Β” για την περίπτωση που οι Ευρωπαίοι εταίροι, στην απόφαση μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να ζητήσει γενικευμένη πολιτική επαναδιαπραγμάτευση, απαντήσουν με τον τρόπο που απάντησαν το 2011 στο Βενιζέλο και τώρα στο Σαμαρά: «βρες τα με τους υπηρεσιακούς παράγοντες».
Η πρόσφατη κριτική του Μανώλη Γλέζου στην ηγεσία του κόμματος για τις αδυναμίες του πολιτικού προγράμματος ήταν παραπάνω από εύστοχη.
Από το πώς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα απαντήσει – ή δεν θα απαντήσει – στα παραπάνω θέματα, από το αν θα μπορέσει να πείσει μια αγανακτισμένη νεολαία ότι αξίζει τον κόπο να συνταχθεί με ένα εναλλακτικό σχέδιο πολιτικής, θα εξαρτηθεί αν η τάση κάποιων νέων στο χώρο της Αριστεράς να «πάρουν τα όπλα» θα πάρει τη μορφή κοινωνικού φαινομένου ή αν θα παραμείνει περιθωριακό φαινόμενο.
Και, φυσικά, από το αν θα ανοίξει, στις τάξεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης μια συζήτηση για την αξία του μη βίαιου κοινωνικού αγώνα. Που δεν ταυτίζεται, όπως στρεβλά πιστεύουν στην ελληνική Αριστερά, με τη νομιμοφροσύνη. Αυτά όμως δυστυχώς στην Ελλάδα είναι «ψιλά γράμματα».